Ο Λάκης είναι φίλος. Με αφορμή την προηγούμενη ανάρτηση μου έστειλε το γράμμα ενός παιδιού. Το δημοσιεύω και για τα δικά μας παιδιά. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι πίνακας του φίλου Κώστα Καλδάρα που λαμπρύνει με το πνεύμα του τον τόπο μας.
" Με λένε Λίνα. Ζω στην
Ελλάδα, μακριά από τη γενέτειρα πατρίδα μου. Στην πατρίδα μου ήταν όλα όμορφα.
Είχα φίλους που παίζαμε μαζί στους δρόμους, οι γονείς μου ήταν συχνά
κουρασμένοι αλλά πάντα χαρούμενοι και το σπίτι μας γεμάτο από τις φωνές και τα
γέλια γνωστών και φίλων. Τα πρωινά πήγαινα στο σχολείο με τον αδελφό μου και
όταν επέστρεφα η μητέρα μας περίμενε με ένα χαμόγελο. Πλενόμασταν, τρώγαμε,
διαβάζαμε και παίζαμε. Πολλές φορές βοηθούσαμε τη μητέρα επειδή είχε να κάνει
πολλές και κουραστικές δουλειές και δεν τα κατάφερνε μόνη της. Ο πατέρας
επέστρεφε αργά το βράδυ αφού είχαμε ήδη κοιμηθεί και μας φιλούσε στο μέτωπο.
Κάποιες μέρες που δε δούλευε μας έπαιρνε μαζί του στο δάσος και μας μάθαινε πως
να κόβουμε ξύλα ή να ιππεύουμε τα άλογα. Η μητέρα του έλεγε ότι ήμασταν πολύ μικροί
για να ιππεύσουμε και να μας αφήσει στο σπίτι να τη βοηθήσουμε, αλλά αυτός
επέμενε. Και εγώ ήθελα να πάω μαζί του γιατί αγαπούσα τα άλογα.
Μια μέρα η ζωή
σταμάτησε να κυλάει όμορφα. Εμείς σταματήσαμε να πηγαίνουμε σχολείο και η
μητέρα χαμογελούσε όλο και πιο σπάνια. Η πατρίδα μου έγινε τρομακτική. Εικόνες
φρίκης παντού που δε θέλω ούτε να θυμάμαι ούτε να περιγράψω. Ο πατέρας
ορκίστηκε ότι δε θα περιμένει να συμβεί και σε μας αυτό που συνέβη στα παιδιά
του αδελφού του. Δεν έμαθα ποτέ τι τους συνέβη. Μια νύχτα μας έντυσαν καλά,
πήραν λίγα πράγματα από το σπίτι, το κλείδωσαν καλά για να μη μπει κανένας όσο
θα λείπουμε, και μας ανέβασαν στο κάρο. Έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Εγώ έκλαιγα
απαρηγόρητα επειδή είχα ξεχάσει την κούκλα μου, αλλά η μητέρα με καθησύχασε πως
σε λίγους μήνες θα επιστρέψουμε και θα την ξαναβρούμε. Σταμάτησα να κλαίω, αλλά
πίστευα ακόμα πως εκείνη ήταν η χειρότερη νύχτα της ζωής μου. Δεν ήξερα ακόμα,
δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα ερχόταν πολύ χειρότερες μέρες και νύχτες....
Στη μέση της
νύχτας αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το κάρο και τα άλογα "για να μη μας
ακούσουν" είπε ο πατέρας. Περπατούσαμε για μέρες, καμιά φορά οι γονείς μας
κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Πεινούσα και διψούσα, και τώρα καταλαβαίνω πως και
οι γονείς μου ένιωθαν το ίδιο. Η μητέρα λιποθύμησε μια νύχτα και ο πατέρας
άρχισε να κλαίει. Τότε φοβήθηκα στ'αλήθεια. Δεν ήξερα ότι οι μεγάλοι κλαίνε κι
αυτοί. Κρυφτήκαμε λοιπόν σε μια σπηλιά και ο πατέρας έφυγε. Ήρθε την άλλη μέρα
όλο χαρά, γεμάτος ελπίδα και πάλι. Άκουσα τους γονείς μου να καυγαδίζουν. Κάτι
για μια βάρκα και χρήματα. Η μητέρα τελικά συμβιβάστηκε, έδειχνε φοβισμένη αλλά
μας εξήγησε πως ο πατέρας έχει δίκιο, δεν υπήρχε άλλη λύση. Το ίδιο βράδυ στην
προκυμαία του διπλανού χωριού υπήρχαν βάρκες, πολλές βάρκες στη σειρά.
Εκατοντάδες ανθρώπινες σκιές, σκυμμένες, σκυθρωπές, σαν τις δικές μας,
περίμεναν ανυπόμονα στην ουρά να επιβιβαστούν. Όταν φτάσαμε κοντά ακούστηκαν
φωνές ότι πρέπει να βιαστούμε, επικράτησε πανικός, όλοι σπρώχνονταν προκειμένου
να προλάβουν να επιβιβαστούν και μέσα στον πανικό χάσαμε τον πατέρα. Δεν τον
έχω ξαναδεί από τότε, παρόλο που πιστεύαμε ότι όλες οι βάρκες είχαν τον ίδιο
προορισμό.
Το ταξίδι μας
κράτησε τρεις φριχτές μέρες. Κάναμε όλοι υπομονή, γιατί μας είχαν πει ότι
κοντεύουμε, και πως όταν φτάσουμε όλα θα είναι καλύτερα. Θα μπορούμε να ζήσουμε
με αξιοπρέπεια...
Τελικά φτάσαμε σε
ένα λιμάνι, και πριν καν αποβιβαστούμε ήρθαν κάποιοι τεράστιοι και τρομακτικοί
άντρες με στολές. Στην αρχή νόμισα πως ήρθαν να μας φροντίσουν, να δουν αν
είμαστε καλά έπειτα από την ταλαιπωρία του ταξιδιού . Σύντομα κατάλαβα πως
ήμασταν "κρατούμενοι". "Υπάρχει κρατική μέριμνα για εσάς" 'άκουγα
συνεχώς. Μας στοίβαξαν σε κάτι υγρά δωμάτια, κάποιους μας έβαλαν σε αντίσκηνα
στο δρόμο, με λιγοστή τροφή, χωρίς σαπούνι, χωρίς φάρμακα, χωρίς δυνατότητα για
δουλειά. Κάποιες γυναίκες το έσκαγαν τη νύχτα και το πρωί επέστρεφαν με φαγητό
και έκφραση αηδίας στο πρόσωπο τους. Ρώτησα τη μητέρα αν θα πάει και αυτή να
φέρει φαγητό μια νύχτα και είπε "δεν ξέρω, ελπίζω πως όχι".
'Έχει περάσει πολύς
καιρός από τότε. Τώρα πια ζούμε σε ένα σπίτι με κεντρική θέρμανση και τρεχούμενο νερό μαζί με μια άλλη
οικογένεια. Η μητέρα δουλεύει πολλές ώρες αλλά χαμογελάει ξανά, όλο και πιο
συχνά. Εμείς πηγαίνουμε και πάλι σχολείο. Μόνο που είναι πολλά που ακόμα δεν
καταλαβαίνω. Στο δρόμο μας βρίζουν άνθρωποι που δε γνωρίζουμε και δεν έχουμε
πειράξει ποτέ. Μερικά παιδιά στο σχολείο δε μας παίζουν και δεν ξέρω
γιατί. Κάποια άλλα δε μου μιλάνε επειδή τα ρούχα μου είναι παλιά. Στενοχωριέμαι
όταν σκέφτομαι όλα τα όμορφα ρούχα μου που άφησα πίσω στο σπίτι μας και η
μητέρα δεν ξέρει να μου πει ούτε πότε θα επιστρέψουμε ούτε πότε θα μας βρει ο
πατέρας. Έχω ακούσει να μας κατηγορούν για πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω,
λένε ότι φταίμε για την ανεργία και ότι είμαστε κλέφτες. Δεν έχουμε κλέψει ποτέ
τίποτα και το μόνο που θέλω είναι να πηγαίνω στο σχολείο χωρίς να φοβάμαι μέχρι
η πατρίδα μου να ξαναγίνει όμορφη όπως ήταν και να γυρίσουμε στο σπίτι μας.
Ευτυχώς δεν έχουμε χάσει το κλειδί!!!
Με λένε Λίνα, και
είμαι μια προσφυγοπούλα στις αρχές του
20ού ή 21ου αιώνα -άλλωστε το μίσος είναι διαχρονική αξία.
Πατρίδα μου: Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Συρία, Σουδάν,
Ακτή Ελεφαντοστού, Τραπεζούντα, Κρας, Νιγηρία, Καζακστάν, Προύσα, Πακιστάν, Αϊβαλί....
Άλλωστε το μίσος δε γνωρίζει σύνορα..."